- ἀδέρματος
- ἀδέρματος, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδέρματος — ἀδέρματος, ον (Μ) [δέρμα] αυτός που δεν έχει δέρμα … Dictionary of Greek
ἀδερμάτους — ἀδέρματος withoutskin masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδερμος — ἄδερμος, ον (Α) [δέρμα] ο αδέρματος* … Dictionary of Greek